-
1 κοινό-πους
κοινό-πους, ποδος, gemeinsames Fußes, d. i. zugleich ankommend, ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν Soph. El. 1093, = ἥμᾶς κοινῇ παρόντας.
-
2 κοινό-πλοος
κοινό-πλοος, zsgzgn - πλους, gemeinsam zu Schiffe fahrend, ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν κλύεις Soph. Ai. 859, die Schiffsgenossenschaft.
-
3 κοινό-τοκος
κοινό-τοκος, von gemeinschaftlicher Geburt, gemeinschaftlichen Eltern, ἐλπίδων κοινοτόκων ἀρωγαί Soph. El. 847, der Hoffnung, die auf den Brüdern beruht.
-
4 κοινό-φρων
κοινό-φρων, ονος, gleichgesinnt, πατρί Eur. Ion 577, vgl. I. T. 1008.
-
5 κοινό-βιος
κοινό-βιος, mit Anderen in Gemeinschaft lebend, Iambl. u. a. Sp.; – τὸ κοινόβιον, ein Kloster, Sp.
-
6 κοινό-δικος
κοινό-δικος, mit gemeinsamem Rechte, Sp.
-
7 κοινό-δημος
κοινό-δημος, gemeinsam, öffentlich, Philo.
-
8 κοινό-βουλος
κοινό-βουλος, gemeinschaftlich berathend, Erkl. von ξύμβουλος, Schol. Ar. Thesm. 928.
-
9 κοινό-λεκτρος
κοινό-λεκτρος, ein gemeinsames Bett habend, Bett-, Ehegenoß; δάμαρ Aesch. Prom. 559; τινός, Ag. 1416.
-
10 κοινό-λεκτος
κοινό-λεκτος, in der Sprache des gemeinen Lebens, Schol. Aesch. Spt. 885. – Adv., Schol. Theocr. 6, 18.
-
11 κοινο-πρᾱγημα
κοινο-πρᾱγημα, τό, gemeinschaftliche Handlung?
-
12 κοινο-πρᾱγέω
κοινο-πρᾱγέω, gemeinschaftlich handeln, Etwas betreiben; τινί, Pol. 5, 57, 2 u. öfter; D. Sic. 19, 6; Plut. Galb. 6 u. sonst bei Sp.
-
13 κοινο-πρᾱγία
κοινο-πρᾱγία, ἡ, gemeinschaftliches Unternehmen; Verschwörung, Pol. 5, 95, 2 u. öfter; Plut. Pericl. 17.
-
14 κοινο-παθής
κοινο-παθής, ές, gemeinschaftlich leidend, sich nach Anderen bequemend, richtend, dah. gesellig, καὶ φιλάνϑρωπα D. Hal. 2, 41.
-
15 κοινο-ποιέω
κοινο-ποιέω, gemein machen, τὰ μυστήρια Schol. Ar. Av. 1073; häufiger im med. = mittheilen, Clem. Al. u. a. Sp.; pass., gemeinsam sein, 8. Emp. pyrrh. 3, 173.
-
16 κοινο-ποίησις
κοινο-ποίησις, ἡ, Mittheilung, Eust.
-
17 κοινο-πάθεια
κοινο-πάθεια, ἡ, gemeinschaftliches Leiden, Eust.
-
18 κοινο-τροφικός
κοινο-τροφικός, ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig, Plat. Polit. 264 b u. öfter.
-
19 κοινο-τροφία
κοινο-τροφία, ἡ, gemeinschaftliche Erziehung, Ggstz
-
20 κοινο-τάφιον
κοινο-τάφιον, τό, gemeinsames Grab, Sp.
См. также в других словарях:
κοινό δίκαιο — (common law). Τμήμα του αγγλοσαξονικού δικαίου, που σχηματίστηκε, αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε από τα παλαιότερα, ιδιότυπα, αγγλοσαξονικά δικαστήρια. Βασίστηκε, αρχικά, στα κοινά έθιμα της Βρετανικής αυτοκρατορίας και ήταν άγραφο. Διακρίνεται από… … Dictionary of Greek
κοινό — το 1. το πολύ πλήθος, ο λαός, ο κόσμος: Απαγορεύεται η είσοδος στο κοινό. 2. στον πληθ., κοινά τα πολιτικά πράγματα, οι υποθέσεις της πολιτείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινό(ν) — το (AM κοινόν) βλ. κοινός … Dictionary of Greek
Βοιωτών, Κοινό των- — Ένωση των βοιωτικών πόλεων στην αρχαιότητα. Κατά τον Θουκυδίδη, εξήντα χρόνια μετά την πτώση της Τροίας, οι Θεσσαλοί που κατοίκησαν τη Βοιωτία αποτέλεσαν όλοι μαζί μία συμπολιτεία από 14 πόλεις με την ονομασία Βοιωτικό Kοινόν, όπου τον ηγετικό… … Dictionary of Greek
ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο — Ο μικρότερος ακέραιος που μπορεί να διαιρεθεί ακριβώς από δύο ή περισσότερους ακέραιους φυσικούς αριθμούς … Dictionary of Greek
Ευβοέων, Κοινό των- — Πολιτειακή ένωση ευβοϊκών πόλεων στην αρχαιότητα. Βλ. λ. κοινόν … Dictionary of Greek
στρείδι — Κοινό όνομα μαλακίων της ομοταξίας των ακέφαλων ή ελασματοβράγχιων που ανήκουν στις οικογένειες των Οστρεϊδών και των Αβικουλιδών. Ένα είδος γνωστό ως περιζήτητη τροφή είναι το λεγόμενο σ. το εδώδιμο (strea edulis), διαδομένο στα παράκτια… … Dictionary of Greek
σαλιγκάρια — Κοινό όνομα των πνευμονοφόρων χερσαίων γαστερόποδων, που είναι προικισμένα με ελικοειδές όστρακο (οικογένεια Ελικιδών) και ανήκουν στο γένος έλιξ (helix) και σε συγγενή γένη που περιλαμβάνουν πολλά είδη. Το όστρακο είναι ευρύ και γενικά… … Dictionary of Greek
αρμυρίκι — Κοινό όνομα φυλλοβόλων θάμνων ή δενδρυλλίων του γένους τάμαριξ, της οικογένειας των ταμαρικιδών, με φύλλα μικρά, λεπτόμορφα και άνθη επίσης μικρά, κατά μικρούς βότρεις που σχηματίζουν συνήθως επάκριες φόβες. Αυτοφυή είδη των μεσογειακών χωρών… … Dictionary of Greek
πέστροφα — Κοινό όνομα μερικών τελεόστεων ψαριών του γένους σολομός (salmo), της οικογένειας των Σολομιδών. Τα ψάρια αυτά, η ταξινόμηση των οποίων μέχρι σήμερα αμφισβητείται, ζουν στα εσωτερικά νερά και στις θάλασσες της Ευρώπης. Κυριότερος εκπρόσωπος τους… … Dictionary of Greek
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek